παραγίγνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]παραγίγνομαι
- στέκομαι ή βρίσκομαι δίπλα, πλάι ή κοντά
- (μεταφορικά) παραστέκομαι, υποστηρίζω κάποιον
- (για πράγματα) προκύπτω, αποκτώμαι, συσσωρεύομαι
- γίνομαι ώριμος
- φτάνω, παρουσιάζομαι
- Παρεγένετο ἡμῖν τό Φθινόπωρον (Χρειάζεται στοιχεία. Τι είναι αυτή η φράση?)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- παραγίγνομαι - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- παραγίγνομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παραγίγνομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.