παραθερίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραθερίζω < παρα- + θέρος + -ίζω ((μεταφραστικό δάνειο) νέα ελληνική ξεκαλοκαιριάζω)

παραθερίζω

  1. περνάω τις καλοκαιρινές μου διακοπές σε κάποιο μέρος
    φέτος είδα πολλούς ξένους να παραθερίζουν στο χωριό της
  2. (μεταφορικά) (ειρωνικό) είμαι εξόριστος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]