παραλείπω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραλείπω < αρχαία ελληνική παραλείπω
Ρήμα[επεξεργασία]
παραλείπω
- αφήνω, είτε σκόπιμα είτε ακούσια, κάποιον ή κάτι έξω από ένα σύνολο
- (συνεκδοχικά) αναφορικά με κάποια ενέργεια: ξεχνώ
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραλείπω
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
παραλείπω