παραοικονομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραοικονομία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παραοικονομία θηλυκό
- η μη επίσημη καταγραφή από το κράτος των οικονομικών δραστηριοτήτων ατόμων κι επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα τη φοροδιαφυγή· η αδήλωτη στις φορολογικές, εργασιακές και λοιπές ελεγκτικές αρχές οικονομική δραστηριότητα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παραοικονομία