παρεγγράφω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παρεγγράφω → δείτε τη μετοχή παρεγγεγραμμένος

παρεγγράφω

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παρεγγράφω < παρ- + ἐγγράφω < ἐγ- + γράφω

παρεγγράφω

  1. γράφω δίπλα, παράπλευρα, στο περιθώριο
    → δείτε και τη λέξη παραγράφω
  2. παραποιώ έγγραφο προσθέτοντας κάτι αντικανονικά, παρεισάγω, παρενείρω

Παράγωγα

[επεξεργασία]

μετοχές: