παροικίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παροικίζω < παρά + οἰκίζω

παροικίζω

  • εγκαθίσταμαι κοντά σε κάποιους, κάτι, δίπλα σε μια περιοχή


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]