πατέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πατάω

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πατέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

πατέω / πατῶ

  1. περπατώ, βαδίζω
  2. πατώ πάνω σε κάτι
    • (για σταφύλια) πατώ, συνθλίβω με τα πόδια μου
  3. καταπατώ, δείχνω έλλειψη σεβασμού απέναντι σε κάτι
  4. λεηλατώ
  5. συχνάζω σε έναν τόπο
  6. (ελληνιστική σημασία) κατανικώ
    Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος.
    Ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς, αυτός που με τον θάνατό του τον θάνατο κατενίκησε και σε όσους βρίσκονταν σε τάφους χάρισε ζωή.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

μετοχές:

(Χρειάζεται ενημέρωση, επανέλεγχο)

Σύνθετα[επεξεργασία]

με -πατέω / -πατῶ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]