πατρίκιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πατρίκιος < ελληνιστική κοινή πατρίκιος < λατινική patricius < pater < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή * phtḗr (3. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική patricien)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πατρίκιος αρσενικό (θηλυκό: πατρικία)
- (ιστορία) Ρωμαίος της ανώτερης κοινωνικής τάξης
- (ιστορία) τίτλος βυζαντινού άρχοντα
- που ανήκει στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη πατέρας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσκαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)