παχυσαρκία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παχυσαρκία < (παχυ-) παχύσαρκ(ος) + -ία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.çi.saɾˈci.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐χυ‐σαρ‐κί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παχυσαρκία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (ιατρική) η νόσος κατά την οποία υπάρχει υπερβολική εναπόθεση λίπους στο σώμα, σε τέτοιο βαθμό ώστε να επηρεάζεται αρνητικά η υγεία
- το υπερβολικό σωματικό βάρος
- έρευνες έχουν δείξει ότι η παχυσαρκία αυξάνει την πίεση του αίματος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παχυ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)