πεισματικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]πεισματικά < πεισματικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]πεισματικά
- όταν κάτι γίνεται από πείσμα, από γινάτι
- Είμαστε φίλοι από φαντάροι κι επειδή μια φορά στα 30 χρόνια ξέχασα να του ευχηθώ για τη γιορτή του, το πήρε πεισματικά και μου έκοψε την "καλημέρα"!
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πεισματικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πεισματικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πεισματικό