περιθάλπω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περιθάλπω < περί + αρχαία ελληνική θάλπω
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Σωστός, επίσης, είναι μόνο ο τύπος περιθάλπω και όχι περιθάλπτω. Πιθανώς, σχετίζεται -λανθασμένα- με ρήματα σε -άπτω όπως το προσάπτω, συνάπτω.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈθal.po/
Ρήμα
[επεξεργασία]περιθάλπω
- περιποιούμαι, συχνότερα προσφέροντας ιατρική βοήθεια σε ασθενή
- Περιθάλπω ασθενή