περικάλυμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περικάλυμμα < αρχαία ελληνική περικάλυμμα < περικαλύπτω < περί + καλύπτω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περικάλυμμα ουδέτερο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περικάλυμμα
|