περόνιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περόνιασμα < περονιάζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περόνιασμα ουδέτερο
- το τρύπημα με το πιρούνι
- το τσούξιμο που αισθάνεται κανείς από την υγρασία ή το κρύο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περόνιασμα
|