πηγαινοέρχομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πηγαινοέρχομαι < πηγαίνω + έρχομαι (παρατακτικό σύνθετο)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pi.ʝe.noˈeɾ.xo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πη‐γαι‐νο‐έρ‐χο‐μαι

πηγαινοέρχομαι, πρτ.: πηγαινοερχόμουν, μόνο στο ενεστωτικό θέμα (αποθετικό ρήμα, ελλειπτικό ρήμα)

  1. πηγαίνω και έρχομαι διαρκώς
    Πηγαινοέρχομαι στο ταχυδρομείο αλλά το δέμα παραμένει άφαντο.
  2. συχνάζω
    Βλέπω πολύ κόσμο να πηγαινοέρχεται στο σπίτι της.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]