πηνίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

πηνίζομαι

  1. τυλίγω νήμα από το κουβάρι στο πηνίο, στο μασούρι της σαϊτας, μασουρίζω
  2. ξετυλίγω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]