πιάνει άερας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]πιάνει άερας
- (άνεμος) η αλλαγή καιρού με άνεμο
- ↪ Μας πιάσανε οι αέρηδες, και γυρίσαμε το σκάρος πίσω στο λιμάνι.
- ≈ συνώνυμα: σηκώνει αέρα
- για περιοχή που έχει συχνά ανέμους
- ↪ Εκείνη την παραλία την πιάνει ο αέρας, ενώ στην άλλη μεριά του νησιού είναι πιο ήσυχη η θάλασσα.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πιάνει άερας
|