πιεστήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πιεστήριο < ελληνιστική < πιέζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πιεστήριο ουδέτερο
- το μηχάνημα με το οποίο συμπιέζουμε ένα σώμα
- το μηχάνημα που χρησιμοποιείται για την τύπωση σελίδων
- το πιεστήριο των εφημερίδων έχει εξελιχθεί τόσο πολύ, ώστε να παράγει 3000 εφημερίδες το λεπτό ή το δευτερόλεπτο
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- επί του πιεστηρίου: ακριβώς τη στιγμή της τύπωσης