πισσάσφαλτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πισσάσφαλτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πισσάσφαλτος[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /piˈsa.sfal.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πισ‐σά‐σφαλ‐τος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πισσάσφαλτος θηλυκό
- άσφαλτος ορυκτής προέλευσης η οποία προέρχεται από φυσική πηγή ή κατεργασία και η οποία χρησιμοποιείται στην οδοποιία
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- κατράμη (παρωχημένο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πισσάσφαλτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ήπειρος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)