πιστόμετρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιστόμετρο τα πιστόμετρα
      γενική του πιστόμετρου των πιστόμετρων
    αιτιατική το πιστόμετρο τα πιστόμετρα
     κλητική πιστόμετρο πιστόμετρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιστόμετρο < χριστιαν(ός) + -ό- + -μετρο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιστόμετρο ουδέτερο

  • (νεολογισμός, ειρωνικό) υποτιθέμενο όργανο το οποίο μετρά την ένταση της πίστης (αναφερόμενο στη χριστιανική πίστη)
    ※  Το «χριστιανόμετρο» και το «πιστόμετρο» στο facebook ήρθε να χωρίσει πάλι την Ελλάδα στα δύο (Η έκκληση «Μετανοείτε» αυτή τη φορά απευθύνεται στην εκκλησία, kavalanews.gr, 16/3/2020 [1])
    ※  Και ποιοι είναι αυτοί; Είναι οι ίδιοι που αυτο-θεωρούνται ως οι πιο πιστοί, με βάση το «πιστόμετρό» τους (άλλη ανακάλυψη και αυτή!), οι « φύλακες των ιερών και των οσίων της πίστης μας» («Πιστόμετρο» στην εποχή του κορονοϊού, Πελοπόννησος, pelop.gr, 05/05/2021 [2])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]