πισωβελονιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πισωβελονιά | οι | πισωβελονιές |
γενική | της | πισωβελονιάς | των | πισωβελονιών |
αιτιατική | την | πισωβελονιά | τις | πισωβελονιές |
κλητική | πισωβελονιά | πισωβελονιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πισωβελονιά θηλυκό
- είδος (αποτελεσματικότερης) βελονιάς, κατά το οποίο η βελόνα επιστρέφει πίσω, ώστε η κλωστή να περνάει και από επάνω και από κάτω στο ύφασμα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πισωβελονιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πισω- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)