πιφ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πιφ: (ηχομιμητική λέξη) [1]
Επιφώνημα
[επεξεργασία]πιφ!
- έκφραση αηδίας, ενόχλησης για κάτι που μυρίζει δυσάρεστα
- ↪ Πιφ! τι βρομάει έτσι εδώ μέσα;
- άλλες μορφές: πουφ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πιφ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας