πλανάομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]πλανάομαι / πλανῶμαι
- α΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του πλανάω
- ↪ στον ομηρικό τύπο πλανόωνται
- ↪ μετοχή πλαναθείς, τύπος πλαναθέντα στον Πίνδαρο
Πηγές
[επεξεργασία]- πλανάομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.