πλαστίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλαστίνη οι πλαστίνες
      γενική της πλαστίνης των πλαστινών
    αιτιατική την πλαστίνη τις πλαστίνες
     κλητική πλαστίνη πλαστίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλαστίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Ρlastin < Μορφολογικά αναλύεται σε θέμα πλαστ- του ρήματος πλάθω + -ίνη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πλαστίνη θηλυκό

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]