πλεούσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πλέουσα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλεούσα οι πλεούσες
      γενική της πλεούσας των πλεουσών
    αιτιατική την πλεούσα τις πλεούσες
     κλητική πλεούσα πλεούσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλεούσα < πλέω + -ούσα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πλεούσα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • πλεούσα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)