πλευρῖτις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
πλευρῑτῐδ- | |||||
ονομαστική | ἡ | πλευρῖτις | αἱ | πλευρίτιδες | |
γενική | τῆς | πλευρίτιδος | τῶν | πλευριτίδων | |
δοτική | τῇ | πλευρίτιδῐ | ταῖς | πλευρίτισῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | πλευρῖτιν | τὰς | πλευρίτιδᾰς | |
κλητική ὦ! | πλευρῖτι | πλευρίτιδες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλευρίτιδε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | πλευριτίδοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλευρῖτις < πλευρ(ά) + -ῖτις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ λατινικά: pleuritis, ⇘ νέα ελληνικά: πλευρίτιδα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλευρῖτις, -ιδος θηλυκό
- (ιατρική) πλευρίτιδα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Ἀφορισμοί , (Aphorismi), 3.23, @scaife.perseus
- Τοῦ δὲ χειμῶνος, πλευρίτιδες, περιπλευμονίαι, κόρυζαι, βράγχοι, βῆχες, πόνοι στηθέων, πόνοι πλευρέων, ὀσφύος, κεφαλαλγίαι, ἴλιγγοι, ἀποπληξίαι.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ παθῶν, (De affectionibus), Chapter 7, @scaife.perseus
- Πλευρῖτις· πυρετὸς ἴσχει, καὶ τοῦ πλευροῦ ὀδύνη, καὶ ὀρθοπνοίη, καὶ βήξ· καὶ τὸ σίελον κατ’ ἀρχὰς μὲν ὑπόχολον πτύει, ἐπειδὰν δὲ πεμπταῖος γένηται ἢ ἑκταῖος, καὶ ὑπόπυον.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ παθῶν, (De affectionibus), Chapter 6, @scaife.perseus
- Περὶ δὲ τῶν κατὰ κοιλίην νουσημάτων ἐνθυμέεσθαι χρὴ τάδε· πλευρῖτις, περιπλευμονίη, καῦσος, φρενῖτις, αὗται καλέονται ὀξεῖαι, καὶ γίνονται μὲν μάλιστα καὶ ἰσχυρόταται τοῦ χειμῶνος, γίνονται δὲ καὶ τοῦ θέρεος, ἧσσον δὲ καὶ μαλακώτεραι·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἐκκλησιάζουσαι, στίχ. 417 (415-417)
- ἢν γὰρ παρέχωσι τοῖς δεομένοις οἱ κναφῆς | χλαίνας, ἐπειδὰν πρῶτον ἥλιος τραπῇ, | πλευρῖτις ἡμῶν οὐδέν᾽ ἂν λάβοι ποτέ.
- Αν όλα τ᾽ αργαστήρια των μαλλιών, | όταν αρχίζει ο γήλιος να κρυώνει, χαρίζανε παλτά σ᾽ όσους δεν έχουν, | κανένας δε θα πάθαινε πλευρίτη.
- Μετάφραση (1970): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- ἢν γὰρ παρέχωσι τοῖς δεομένοις οἱ κναφῆς | χλαίνας, ἐπειδὰν πρῶτον ἥλιος τραπῇ, | πλευρῖτις ἡμῶν οὐδέν᾽ ἂν λάβοι ποτέ.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 5, 1138b
- ἀλλ᾽ οὐδὲν μέλει τῇ τέχνῃ, ἀλλὰ πλευρῖτιν λέγει μείζω νόσον προσπταίσματος· καίτοι γένοιτ᾽ ἄν ποτε θάτερον κατὰ συμβεβηκός, εἰ προσπταίσαντα διὰ τὸ πεσεῖν συμβαίη ὑπὸ τῶν πολεμίων ληφθῆναι ἢ ἀποθανεῖν.
- Την επιστήμη όμως όλα αυτά δεν την ενδιαφέρουν καθόλου: την πλευρίτιδα την ονομάζει σοβαρότερη αρρώστια από το στραμπούληγμα· και όμως το στραμπούληγμα μπορεί υπό ορισμένες συνθήκες να έχει σοβαρότερες συνέπειες, αν εξαιτίας του τύχει να πέσει κανείς κάτω και έτσι να συλληφθεί ή να σκοτωθεί από τους εχθρούς.
- Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ οὐδὲν μέλει τῇ τέχνῃ, ἀλλὰ πλευρῖτιν λέγει μείζω νόσον προσπταίσματος· καίτοι γένοιτ᾽ ἄν ποτε θάτερον κατὰ συμβεβηκός, εἰ προσπταίσαντα διὰ τὸ πεσεῖν συμβαίη ὑπὸ τῶν πολεμίων ληφθῆναι ἢ ἀποθανεῖν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Ἀφορισμοί , (Aphorismi), 3.23, @scaife.perseus
- (ελληνιστική σημασία , φυτό) σκόρδιον
Πηγές[επεξεργασία]
- πλευρῖτις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ἔρις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἔρις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἔρις' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἔρις' προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπερισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ῖτις (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ιατρική (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ιπποκράτη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από ιατρικά κείμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοφάνη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοτέλη (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Φυτά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)