πληθικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πληθικότητα θηλυκό
- (βάσεις δεδομένων) το πλήθος των πλειάδων (tuples) μιάς σχέσης στο σχεσιακό μοντέλο ή το πλήθος των γραμμών (rows) ενός πίνακα (table) στις σχεσιακές βάσεις δεδομένων[1]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πληθικότητα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 45, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04