πληροφορούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πληροφορούμαι < παθητική φωνή του πληροφορώ

πληροφορούμαι, στ.μέλλ.: θα πληροφορηθώ, αόρ.: πληροφορήθηκα, μτχ.π.π.: πληροφορημένος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]