πλοῖον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλοῖον < πλέω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πλοῖον ουδέτερο

  1. πλοίο, καράβι ή λέμβος
  2. (ειδικότερα) εμπορικό πλοίο (όταν αντιδιαστέλλεται προς το πολεμικό (ναῦς)