πνευματικοπαίδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πνευματικοπαίδι τα πνευματικοπαίδια
      γενική
    αιτιατική το πνευματικοπαίδι τα πνευματικοπαίδια
     κλητική πνευματικοπαίδι πνευματικοπαίδια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πνευματικοπαίδι < πνευματικός + -ο- + παιδί +

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πνευματικοπαίδι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]