ποδοκάκκη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ποδοκάκκη < πούς + κάκκη ή κάκη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ποδοκάκκη θηλυκό ή ποδοκάκη → δείτε τη λέξη ποδοκάκη