πολυσακχαρίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πολυσακχαρίτης οι πολυσακχαρίτες
      γενική του πολυσακχαρίτη των πολυσακχαριτών
    αιτιατική τον πολυσακχαρίτη τους πολυσακχαρίτες
     κλητική πολυσακχαρίτη πολυσακχαρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πολυσακχαρίτης < πολυ- + σακχαρίτης.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πολυσακχαρίτης αρσενικό, πολυσακχαρίτες πληθυντικός

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]