πολυσακχαρίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολυσακχαρίτης < πολυ- + σακχαρίτης.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολυσακχαρίτης αρσενικό, πολυσακχαρίτες πληθυντικός
- Οι πολυσακχαρίτες είναι χημικές ενώσεις που μπορούν να διασπαστούν σε πιο απλά σάκχαρα με τη χρήση οξέων ή ενζύμων. Είναι ανυδριτικά παράγωγα των μονοσακχαριτών. Διακρίνονται α) στους ολιγοσακχαρίτες ή σακχαροειδείς πολυσακχαρίτες και β) στούς μη σακχαροειδείς πολυσακχαρίτες.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- σάκχαρο
- υδατάνθρακας
- μονοσακχαρίτης
- ολιγοσακχαρίτης
- σακχαροειδής πολυσακχαρίτης
- μη σακχαροειδής πολυσακχαρίτης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολυσακχαρίτης