πονόδοντος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πονόδοντος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πονόδοντος αρσενικό
πονόδοντος αρσενικό