πορνογραφικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πορνογραφικά < πορνογραφικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]πορνογραφικά
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πορνογραφικά
|
Πηγές
[επεξεργασία]- πορνογραφικά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πορνογραφικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πορνογραφικός