πορνογραφώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πορνογραφώ < πορνογράφος +

πορνογραφώ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]