πορνοστάρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πορνοστάρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (επάγγελμα) πρωταγωνιστής (ή πρωταγωνίστρια) σε ταινία πορνό
- (κατ’ επέκταση) κάθε ηθοποιός που παίρνει μέρος σε πορνό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πορνοστάρ
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)