πορτόφυλλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πορτόφυλλο ουδέτερο
- το θυρόφυλλο
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πορτόφυλλο
|