προαίσθηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προαίσθηση | οι | προαισθήσεις |
γενική | της | προαίσθησης* | των | προαισθήσεων |
αιτιατική | την | προαίσθηση | τις | προαισθήσεις |
κλητική | προαίσθηση | προαισθήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προαισθήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προαίσθηση < (ελληνιστική κοινή) προαίσθησις
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɾoˈe.sθi.si/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προαίσθηση θηλυκό
- άλλη μορφή του προαίσθημα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις προαισθάνομαι και αισθάνομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προαίσθηση
|