προβατάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | προβατάκι | τα | προβατάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | προβατάκι | τα | προβατάκια |
κλητική | προβατάκι | προβατάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προβατάκι < υποκοριστικό του πρόβατο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προβατάκι ουδέτερο
- μικρό πρόβατο
- {για κύματα, στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη προβατάκια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προβατάκι
|