προβούλευμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προβούλευμα τα προβουλεύματα
      γενική του προβουλεύματος των προβουλευμάτων
    αιτιατική το προβούλευμα τα προβουλεύματα
     κλητική προβούλευμα προβουλεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προβούλευμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

προβούλευμα ουδέτερο

  • (νομικός όρος) πράξη του εισαγγελέα πρωτοδικών με την οποία απορρίπτει τη μήνυση όταν τη θεωρεί αβάσιμη

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]