προσαγωγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσαγωγή θηλυκό
- η ενέργεια των αστυνομικών οργάνων με την οποία κάποιος ύποπτος οδηγείται στο αστυνομικό τμήμα για να ανακριθεί ή ένας μάρτυρας που δεν παρουσιάστηκε στο δικαστήριο οδηγείται με τη βία στο δικαστήριο για να καταθέσει
- μετά τη βομβιστική ενέργεια έγιναν δεκάδες προσαγωγές υπόπτων στην Ασφάλεια
- το δικαστήριο αποφασίζει τη βίαιη προσαγωγή του μάρτυρα
- η κίνηση ενός μέλους του σώματος από την περιφέρεια προς τα μέσα ως προς τον κατακόρυφο άξονα του σώματος, αυτή που επιτελείται από τους προσαγωγούς μυς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσαγωγή