προσβάλλομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προσβάλλομαι < παθητική φωνή του ρήματος προσβάλλω

προσβάλλομαι

  1. θίγομαι από ενέργειες άλλων ηθικά και ψυχικά
    Δεν του ξαναμιλάω! Προσβλήθηκα πολύ από τη συμπεριφορά του!
  2. θίγομαι σωματικά από ιό ή μικρόβιο
    προσβλήθηκε από γρίπη

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]