προσκομίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προσκομίζω < λείπει η ετυμολογία

προσκομίζω

  1. φέρνω κάτι σε κάποιον, προσφέρω
  2. παρουσιάζω
  3. κάνω την τελετή της προσκομιδής

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]