προσωδιακά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]προσωδιακά < προσωδιακός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]προσωδιακά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσωδιακά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]προσωδιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του προσωδιακός