προσωπίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προσωπίς αἱ προσωπίδες
      γενική τῆς προσωπίδος τῶν προσωπίδων
      δοτική τῇ προσωπίδ ταῖς προσωπίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν προσωπίδ τὰς προσωπίδᾰς
     κλητική ! προσωπίς* προσωπίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσωπίδε
γεν-δοτ τοῖν  προσωπίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσωπίς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πρόσωπ(ον) + -ίς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προσωπίς, -ίδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές[επεξεργασία]