προτάμνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]προτάμνω - μεσοπαθητική φωνή: προτάμνομαι
- ιωνικός & επικός τύπος του προτέμνω
Ρηματικοί τύποι
[επεξεργασία]μαρτυρούνται:
- προτάμωνται
- προταμοίμην
- → δείτε παράθεμα στο προταμοίμην