προύνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προύνο < μεσαιωνική ελληνική προύνον < ελνσ. προύμνος < λατινική prunus

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προύνο αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]