πρωτοστατώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πρωτοστατῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρωτοστατώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πρωτοστατῶ, συνηρημένος τύπος του πρωτοστατέω < πρωτοστάτης < πρωτο- + στα- (ἵστημι)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɾo.to.staˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρω‐το‐στα‐τώ

πρωτοστατώ, πρτ.: πρωτοστατούσα, αόρ.: πρωτοστάτησα (χωρίς παθητική φωνή)

  • αρχίζω πρώτος μια δραστηριότητα παρακινώντας και τους άλλους να κάνουν το ίδιο
    + αιτιατική: πρωτοστάτησε στην οργάνωση της αντίστασης
    + γενική (λόγιο): πρωτοστάτησε της αποτυχημένης επανάστασης

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]