πρωτοτυπώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρωτοτυπώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πρωτοτυπῶ[1]
Ρήμα[επεξεργασία]
πρωτοτυπώ
- (λόγιο) καινοτομώ, δημιουργώ χρησιμοποιώντας νέες μεθόδους ή ιδέες
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πρωτοτυπία
- πρωτότυπος
- πρωτότυπο
- πρωτοτύπως
- → και δείτε τις λέξεις πρώτος και τύπος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρωτοτυπώ
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ πρωτοτυπώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας