πρωτοϊνδοευρωπαϊκά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πρωτοϊνδοευρωπαϊκά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό