πρόπηγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρόπηγμα < προ- + πήζω + -μα
- πρόπηγμα < ελληνιστική κοινή πρόπηγμα < αρχαία ελληνική πρό + πήγνυμι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρόπηγμα ουδέτερο
- (γαστρονομία, τυρί) (ημίσκληρο) τυρί σε προκαταρκτική φάση παρασκευής
- (αρχιτεκτονική, σπάνιο) περίφραγμα ή άλλη κατασκευή στην εξωτερική πλευρά οικοδομήματος για λόγους προστασίας ή διακόσμησης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
είδος τυριού
|
αρχιτεκτονικό στοιχείο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Τυριά (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)