πρόπηγμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρόπηγμα τα προπήγματα
      γενική του προπήγματος των προπηγμάτων
    αιτιατική το πρόπηγμα τα προπήγματα
     κλητική πρόπηγμα προπήγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. πρόπηγμα < προ- + πήζω + -μα
  2. πρόπηγμα < ελληνιστική κοινή πρόπηγμα < αρχαία ελληνική πρό + πήγνυμι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρόπηγμα ουδέτερο

  1. (γαστρονομία, τυρί) (ημίσκληρο) τυρί σε προκαταρκτική φάση παρασκευής
     συνώνυμα: μπασκί, τυρομάζα
  2. (αρχιτεκτονική, σπάνιο) περίφραγμα ή άλλη κατασκευή στην εξωτερική πλευρά οικοδομήματος για λόγους προστασίας ή διακόσμησης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]